- κληιδοφόρος
- κληϊδοφόρος, ὁ (Α)ιων. τ. βλ. κλειδοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλειδοφόρος — κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α) ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρος, στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek